Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το αίνιγμα

  • 1 αίνιγμα

    [энигма] ουσ. о. загадка

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αίνιγμα

  • 2 загадка

    загадка ж το αίνιγμα
    * * *
    ж
    το αίνιγμα

    Русско-греческий словарь > загадка

  • 3 разгадать

    разгадать, разгадывать μαντεύω* \разгадать загадку λύνω το αίνιγμα
    * * *
    = разгадывать

    разгада́ть зага́дку — λύνω το αίνιγμα

    Русско-греческий словарь > разгадать

  • 4 загадка

    загад||ка
    ж τό αίνιγμα:
    разгадать \загадкаку λύνω αίνιγμα· говорить \загадкаками μιλάω μέ αίνίγματα.

    Русско-новогреческий словарь > загадка

  • 5 загадывать

    загадывать
    несов
    1. (загадки) θέτω αίνιγμα·
    2. (задумывать) σκέπτομαι, βάζω στό νοῦ.

    Русско-новогреческий словарь > загадывать

  • 6 задавать

    задавать
    несов
    1. (поручить выполнить) δίνω, βάζω, ἀναθέτω:
    \задавать урок βάζω μάθημα· \задавать работу ἀναθέτω δουλειά·
    2. (причинять):
    \задавать страху кому́-л. φοβερίζω (или τρομάζω) κάποιον \задавать встрепку кому-л. βάζω κατσάδα, κατσαδιάζω κάποιον; μαλώνω κάποιον ◊ \задавать ко́рму δίνω ταγή, δίνω φορβήν \задавать загадку βάζω αίνιγμα· \задавать вопрос ὑποβάλλω ἐρώτημα· \задавать тон δίνω τόν τόνον.

    Русско-новогреческий словарь > задавать

  • 7 разгадывать

    разгадывать
    несов μαντεύω (решать)/ καταλαβαίνω, ἐννοώ (понимать, уяснять):
    \разгадывать загадку λύνω τό αίνιγμα· \разгадывать чьй-л. намерения μαντεύω τίς προθέσεις κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > разгадывать

  • 8 загадка

    [ζαγκάτκα] ουσ. θ. αίνιγμα

    Русско-греческий новый словарь > загадка

  • 9 загадка

    [ζαγκάτκα] ουσ θ αίνιγμα

    Русско-эллинский словарь > загадка

  • 10 загадать

    ρ.σ.
    1. βάζω αίνιγμα.
    2. μτφ. σκέφτομαι., βάζω στο νου ή με το νού•

    -ите какое-либо число βάλτε με το νού σας έναν οποιονδήποτε αριθμό.

    3. προεικάζω, προμαντεύω.

    Большой русско-греческий словарь > загадать

  • 11 загадка

    θ.
    αίνιγμα. || μτφ. ενέργεια ή κατάσταση αβέβαιη, δυσξεχνίαστη.
    εκφρ.
    говорить -ами – ομιλώ αινιγματικά.

    Большой русско-греческий словарь > загадка

  • 12 загвоздить

    -зжу, -здишь, ρ.σ.μ.
    1. παλ. καρφώνω" πριτσινώνω.
    2. (απλ.) βάζω ερώτηση, αίνιγμα κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > загвоздить

  • 13 задать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)
    1. δίνω• βάζω•

    задать работу δίνω δουλειά•

    задать задачу δίνω πρόβλημα•

    задать вопрос βάζω ερώτηση•

    -уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•

    задать бал δίνω χορό•

    задать страх ενσπείρω το φόβο•

    задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•

    задать загадку βάζω αίνιγμα.

    || τιμωρώ•

    я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.

    2. δίνω τροφή στα ζώα•

    овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.

    εκφρ.
    задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•
    задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•
    задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.
    1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•

    задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.

    2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.
    3. στέργω, ευδοκώ.

    Большой русско-греческий словарь > задать

  • 14 разгадать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгаданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. μαντεύω, εικάζω, απεικάζω, βρίσκω• λύνω•

    разгадать загадку λύνω το αίνιγμα.

    2. καταλαβαίνω, εννοώ• αντιλαμβάνομαι, αγροικώ.

    Большой русско-греческий словарь > разгадать

  • 15 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

См. также в других словарях:

  • Αίνιγμα —         (ainigma) (греч.); aenigma (лат.) иносказание, загадка, символ, энигма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • αἴνιγμα — dark saying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • αίνιγμα — το, ατος 1. φράση σκόπιμα ασαφής ή διφορούμενη που το νόημά της πρέπει κανείς να το μαντέψει: Πολλές φορές τα βράδια μαζεύονταν και διασκέδαζαν λέγοντας αινίγματα. 2. σκοτεινός, ακατανόητος (για ανθρώπους ή πράγματα): Αυτός ο άνθρωπος είναι σωστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἴνιγμ' — αἴνιγμα , αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνιγμάτων — αἴνιγμα dark saying neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγμασι — αἴνιγμα dark saying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγμασιν — αἴνιγμα dark saying neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματα — αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματι — αἴνιγμα dark saying neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰνίγματος — αἴνιγμα dark saying neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»